περιβοησία

περιβοησία
περιβο-ησία, ,
A scandal, Ptol.Tetr.170, Vett.Val.40.30 (pl.), al., Artem. 2.30 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περιβοησία — ἡ, Α η περιβόησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβόησις, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • περιβοησίας — περιβοησίᾱς , περιβοησία scandal fem acc pl περιβοησίᾱς , περιβοησία scandal fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοησίαις — περιβοησία scandal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβοησία — ἡ, Α η περιβοησία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βόησις, κατά τα θηλ. σε ία (πρβλ. περι βοησία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”